- ξιφάρι
- το[ξίφος]1. μικρό ξίφος ή αιχμή βέλους («σφάξε με... με αυτό το ξυμυτό ξιφάρι», Ερωτόκρ.)2. η πρώτη σανίδα που κόβεται με πριόνι από κορμό δέντρου και τής οποίας η μία πλευρά είναι κυρτή3. στενό κομμάτι3. λωρίδα δέρματος.
Dictionary of Greek. 2013.